Ο ιός του Ανθρώπινου Κυτταρομεγαλοϊού (HCMV/HHV-5) είναι ένα ευρέως διαδεδομένο παθογόνο που ανήκει στην οικογένεια των ερπητοϊών με την αντίστοιχη ονομασία HHV-5. Ο HCMV μολύνει για πρώτη φορά (πρωτολοίμωξη) ιδιαίτερα τις νεαρές ηλικίες, γενικά χωρίς να προκαλεί συμπτώματα και “εμμένει” στο εσωτερικό των κυττάρων για την υπόλοιπη ζωή, απ’ όπου μπορεί να ενεργοποιηθεί ξανά κάτω από ορισμένες συνθήκη. Σε περίπτωση που η αρχική λοίμωξη συμβεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ο ιός έχει 30 με 40% πιθανότητες να περάσει τον πλακούντα. Αντίθετα αν υπάρξει επανενεργοποίηση ή επαναλοίμωξη από τον ιό κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης τότε οι αντίστοιχες πιθανότητες είναι μόλις 2 με 3% ενώ συγχρόνως έχει πολύ ηπιότερες συνέπειες για το έμβρυο. Η μόλυνση από τον HCMV είναι η πιο συχνή συγγενής λοίμωξη (συχνότερη και από την ερυθρά), και αφορά περίπου 110 παιδιά κάθε χρόνο στην Ελλάδα.
Παρά τις σημαντικότατες εξελίξεις στον τομέα της πρόληψης των λοιμωδών νοσημάτων, ο κυτταρομεγαλοϊός (CMV) εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας και τη συχνότερη αιτία ενδομήτριας και περιγεννητικής λοίμωξης παγκοσμίως. Η περιγεννητική μετάδοση μπορεί να επέλθει κατά τον τοκετό από μολυσμένες κολπικές εκκρίσεις ή μετά από αυτόν από μετάγγιση αίματος ή με το μητρικό γάλα, το οποίο μάλιστα αποτελεί την κύρια πηγή επίκτητης λοίμωξης από CMV κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής.
Η τεχνική της PCR (Polymerase Chain Reaction) είναι μία πάρα πολύ ευαίσθητη μέθοδος ανίχνευσης του γενετικού υλικού του ιού. Η ανίχνευση του ιού με αυτή τη μέθοδο όμως δεν σημαίνει απαραίτητα την ύπαρξη ενεργού λοίμωξης, αφού μπορεί να ανιχνεύσει και το DNA του το οποίο βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση στο εσωτερικό των μολυσμένων κυττάρων έστω και αν δεν υπάρχει ενεργός λοίμωξη. Η μέθοδος της ποσοτικής PCR όμως μπορεί να αποδειχθεί πιο ευαίσθητη, ιδιαίτερα στην περίπτωση του αμνιακού υγρού.
Δειγματοληψία
Η εξέταση μπορεί να γίνει σε αίμα, ορό αίματος, σπέρμα, μυελό των οστών εγκεφαλονωτιαίο υγρό, υδατοειδές υγρό, βιοψίες, λεμφαδένες, ούρα και αμνιακό υγρό.