Η κυτταρολογική εξέταση ύποπτων δερματικών αλλοιώσεων δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υποκαταστήσει τον ιστολογικό έλεγχο. Η κυτταρολογική εξέταση προτιμάται όταν απαιτείται ταχεία διάγνωση σε ψηλαφητά υποδόρια ογκίδια ασθενών με ελεύθερο ιστορικό ή όταν υπάρχει ανάγκη ελέγχου τοπικής υποτροπής (ιδιαιτέρως όταν οι ύποπτες αλλοιώσεις είναι πολλαπλές). Η κυτταρολογική εξέταση προτιμάται επίσης για τη δειγματοληψία από περιοχές του δέρματος που έχουν υποβληθεί σε θεραπείες ακτινοβολίας. Τέλος η κυτταρολογική εξέταση είναι πολύτιμη σε περιπτώσεις ανεγχείρητων νεοπλασμάτων.
Η παρακέντηση του μελανώματος ή ύποπτων μελανωτικών εξεργασιών απαγορεύεται αυστηρώς λόγω της προκαλούμενης ιστικής αλλοίωσης, η οποία είναι κρίσιμη για την ακριβή σταδιοποίηση της νόσου και την ιστολογική εξέταση των ορίων εκτομής.
Η λήψη υλικού μπορεί να γίνει με παρακέντηση (FNA) , λήψη επιχρίσματος ή εντυπώματος. Πέραν των νεοπλασματικών εξεργασιών, η κυτταρολογική εξέταση του δέρματος μπορεί να θέσει την αρχική διάγνωση κοκκιωματωδών ή ιογενών φλεγμονών (Τzanck test). Κατά την διενέργεια του Τzanck test, γίνεται μηχανική διάσπαση της δερματικής φυσσαλίδας και λήψη αποξέσματος από τη βάση της βλάβης. Στην περίπτωση ερπητικής λοίμωξης, η κυτταρολογική απάντηση του Τzanck test πρέπει να δίνεται μέσα στο πρώτο 48ωρο από το σπάσιμο της φυσσαλίδας και τη λήψη του δείγματος, με σκοπό την έγκαιρη έναρξη της ειδικής φαρμακευτικής αγωγής.